πυριδίνη

πυριδίνη
η, Ν
(βιοχ.-φαρμ.)
1. οργανική ένωση τής ετεροκυκλικής σειράς που χαρακτηρίζεται από εξαμελή δακτύλιο με πέντε άτομα άνθρακα και ένα αζώτου, το οποίο έχει αντικαταστήσει μια ομάδα CH τού βενζολίου
2. φρ. «αλκαλοειδή πυριδίνης»
(βιοχ.) αλκαλοειδή, τών οποίων η δομή βασίζεται στον πυρήνα τής πυριδίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyridine < pyr- (< πυρ) + -id + κατάλ. τής χημ. ορολογίας -ine. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ετεροκυκλικές ενώσεις — Ακόρεστες οργανικές ενώσεις με δομή πενταμελούς ή εξαμελούς δακτυλίου. Το χαρακτηριστικό αυτό των ενώσεων, από το οποίο και προκύπτει η ονομασία τους, είναι η παρουσία μέσα στον δακτύλιο ενός ή περισσότερων ατόμων διαφορετικών από τον άνθρακα που …   Dictionary of Greek

  • πυριδινικός — ή, ό, Ν [πυριδίνη] (βιοχ.) 1. αυτός που έχει ως βάση την πυριδίνη 2. φρ. «πυριδινικά συνένζυμα» τα δύο συνένζυμα που περιέχουν νικοτιναμίδιο …   Dictionary of Greek

  • πυριδοξίνη — η, Ν (βιοχ.) διαλκοόλη που προέρχεται από την πυριδίνη και αποτελεί τη φαρμακευτική μορφή, βιταμίνη Β6, τού ζεύγους πυριδοξάλη πυριδοξαμίνη στις οποίες μετατρέπεται βιολογικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyridoxine < pyrid (<… …   Dictionary of Greek

  • κινολίνη — Αζωτούχος χημική ένωση αποτελούμενη από δύο αρωματικούς δακτυλίους, με χημικό τύπο C9H7N. Αντιπροσωπεύει τη βασική χημική ομάδα διαφόρων φυσικών αλκαλοειδών. Ως συστατικό των αλκαλοειδών συναντάται και ένα ακόμη ισομερές της κ., η ισοκινολίνη, η… …   Dictionary of Greek

  • πυριδίνιο — το, Ν χημ. συνοπτική ονομασία οργανικών κατιόντων ανάλογων προς το αμμώνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyridinium < pyńdine (βλ. πυριδίνη) + νεολατ. κατάλ. ium] …   Dictionary of Greek

  • πυριδαζίνη — η, Ν χημ. αζωτούχα, κυκλική, αρωματική οργανική ένωση, γνωστή και ως ορθο διαζίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyridazine < pyrid (βλ. πυριδίνη) + azine (< az [< azote (πρβλ. άζωτο)] + κατάλ. της χημ. ορολοίας ine)] …   Dictionary of Greek

  • πυριδόνη — η, Ν συν. στον πληθ. οι πυριδόνες χημ. συνοπτική ονομασία αζωτούχων ετεροκυκλικών οργανικών ενώσεων παραγώγων τής πυριδίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyridone < pyrid (< pyridine, βλ. πυριδίνη) + κατάλ. τής χημ. ορολογίας one] …   Dictionary of Greek

  • πυριμιδίνη — η, Ν (βιοχ. φαρμ.) οργανική ένωση τής ετεροκυκλικής σειράς, κοινή ονομασία τής μεταδιαζίνης, που χαρακτηρίζεται από δακτύλιο με 4 άτομα άνθρακα και 2 αζώτου σε εναλλακτικές θέσεις, δακτύλιο ο οποίος απαντά στη βιταμίνη B1, σε αρκετά φάρμακα και… …   Dictionary of Greek

  • σουλφαπυριδίνη — η, Ν (χημ. φαρμ.) αζωτούχα οργανική αρωματική ένωση, μια από τις πρώτες σουλφαμίδες που χρησιμοποιήθηκαν στη θεραπευτική, τής οποίας όμως η χρήση έχει πλέον εγκαταλειφθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sulfapyridine < sulfa (βλ. λ. σουλφ[ο] ) + pyridine …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”