ετεροκυκλικές ενώσεις — Ακόρεστες οργανικές ενώσεις με δομή πενταμελούς ή εξαμελούς δακτυλίου. Το χαρακτηριστικό αυτό των ενώσεων, από το οποίο και προκύπτει η ονομασία τους, είναι η παρουσία μέσα στον δακτύλιο ενός ή περισσότερων ατόμων διαφορετικών από τον άνθρακα που … Dictionary of Greek
πυριδινικός — ή, ό, Ν [πυριδίνη] (βιοχ.) 1. αυτός που έχει ως βάση την πυριδίνη 2. φρ. «πυριδινικά συνένζυμα» τα δύο συνένζυμα που περιέχουν νικοτιναμίδιο … Dictionary of Greek
πυριδοξίνη — η, Ν (βιοχ.) διαλκοόλη που προέρχεται από την πυριδίνη και αποτελεί τη φαρμακευτική μορφή, βιταμίνη Β6, τού ζεύγους πυριδοξάλη πυριδοξαμίνη στις οποίες μετατρέπεται βιολογικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyridoxine < pyrid (<… … Dictionary of Greek
κινολίνη — Αζωτούχος χημική ένωση αποτελούμενη από δύο αρωματικούς δακτυλίους, με χημικό τύπο C9H7N. Αντιπροσωπεύει τη βασική χημική ομάδα διαφόρων φυσικών αλκαλοειδών. Ως συστατικό των αλκαλοειδών συναντάται και ένα ακόμη ισομερές της κ., η ισοκινολίνη, η… … Dictionary of Greek
πυριδίνιο — το, Ν χημ. συνοπτική ονομασία οργανικών κατιόντων ανάλογων προς το αμμώνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyridinium < pyńdine (βλ. πυριδίνη) + νεολατ. κατάλ. ium] … Dictionary of Greek
πυριδαζίνη — η, Ν χημ. αζωτούχα, κυκλική, αρωματική οργανική ένωση, γνωστή και ως ορθο διαζίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyridazine < pyrid (βλ. πυριδίνη) + azine (< az [< azote (πρβλ. άζωτο)] + κατάλ. της χημ. ορολοίας ine)] … Dictionary of Greek
πυριδόνη — η, Ν συν. στον πληθ. οι πυριδόνες χημ. συνοπτική ονομασία αζωτούχων ετεροκυκλικών οργανικών ενώσεων παραγώγων τής πυριδίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyridone < pyrid (< pyridine, βλ. πυριδίνη) + κατάλ. τής χημ. ορολογίας one] … Dictionary of Greek
πυριμιδίνη — η, Ν (βιοχ. φαρμ.) οργανική ένωση τής ετεροκυκλικής σειράς, κοινή ονομασία τής μεταδιαζίνης, που χαρακτηρίζεται από δακτύλιο με 4 άτομα άνθρακα και 2 αζώτου σε εναλλακτικές θέσεις, δακτύλιο ο οποίος απαντά στη βιταμίνη B1, σε αρκετά φάρμακα και… … Dictionary of Greek
σουλφαπυριδίνη — η, Ν (χημ. φαρμ.) αζωτούχα οργανική αρωματική ένωση, μια από τις πρώτες σουλφαμίδες που χρησιμοποιήθηκαν στη θεραπευτική, τής οποίας όμως η χρήση έχει πλέον εγκαταλειφθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sulfapyridine < sulfa (βλ. λ. σουλφ[ο] ) + pyridine … Dictionary of Greek